- κατασοβαρεύομαι
- κατασοβαρεύομαιregard haughtilypres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατασοβαρεύομαι — (AM) καταφρονώ κάποιον, τού συμπεριφέρομαι αλαζονικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σοβαρεύομαι «συμπεριφέρομαι αλαζονικά»] … Dictionary of Greek
κατασοβαρεύεσθε — κατασοβαρεύομαι regard haughtily pres imperat mp 2nd pl κατασοβαρεύομαι regard haughtily pres ind mp 2nd pl κατασοβαρεύομαι regard haughtily imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασοβαρευόμενοι — κατασοβαρεύομαι regard haughtily pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασοβαρεύεσθαι — κατασοβαρεύομαι regard haughtily pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασοβαρεύονται — κατασοβαρεύομαι regard haughtily pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασοβαρεύσασθαι — κατασοβαρεύομαι regard haughtily aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)